λαχνωδης

λαχνωδης
    λαχνώδης
    λαχν-ώδης
    2
    заросший, поросший
    

οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. — покрытый растительностью (цветущий) луг


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαχνωδης" в других словарях:

  • λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός …   Dictionary of Greek

  • λαχνώδη — λαχνώδης downy with neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαχνώδης downy with masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαχνώδης downy with masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχνῶδες — λαχνώδης downy with masc/fem voc sg λαχνώδης downy with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»